Η πρωτοτυπία, η διαφορετικότητα – λέξεις άγνωστες στον μέσο άνθρωπο, στον ταπεινό πολίτη και το “καλό” παιδί. Ιδέες τρομακτικές για τους γονείς, για τους δασκάλους, για τους πολιτικούς. Έννοιες που οδηγούν σε μονοπάτια σκοτεινά, μοναχικά και αβέβαια, που κάθε “συνετός” άνθρωπος θα “έπρεπε” να αποφεύγει.
Ο Ντοστογιέφσκι, παίρνοντας το παράδειγμα της Ρωσίας που γνώρισε, περιγράφει με ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα ένα ζήτημα που, μέχρι και σήμερα, είναι πέρα για πέρα επίκαιρο. Ένα ζήτημα που δεν γνωρίζει ιστορικά πλαίσια, δεν αγγίζεται από τον χρόνο, επειδή ο πυρήνας του βρίσκεται στη καρδιά της ανθρώπινης ψυχής – το ζήτημα της πρωτοτυπίας και του φόβου της κοινωνικής περιθωριοποίησης.
Ο άνθρωπος, στη προσπάθειά του να καταστήσει τις κοινωνίες του περισσότερο λειτουργικές και απλές ως προς τη δομή τους, τις διχοτόμησε σε επί μέρους συστήματα. Το σύστημα της Εκπαίδευσης, το σύστημα της Επαγγελματικής απασχόλησης, το σύστημα της Ψυχαγωγίας, κτλ. Όλα φυσικά αποτελούν επί μέρους υποσυστήματα -που εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και ανάγκες- που έχουν τις ρίζες τους στο γενικότερο οικοδόμημα, το τελικό σύστημα: τη κοινωνία.
Το πρόβλημα όμως είναι πως αυτά τα συστήματα, αυτοί οι δρόμοι που έχτισε ο άνθρωπος για να προσανατολίζεται πιο εύκολα στη ζωή, έχασαν με τη πάροδο του χρόνου όλες τις παράπλευρες διακλαδώσεις τους. Δεν υπάρχουν πλέον -στο μυαλό του “απλού”, του “συνηθισμένου” ανθρώπου- διαφορετικά μονοπάτια, παρά μόνο ένας απόλυτα μονόπλευρος, ευθυγραμμισμένος και συγκεκριμένος δρόμος.
Ποιος είναι αυτός ο δρόμος; Καταρχάς, θα πας σχολείο. Θα περάσεις απ’ όλα τα απαραίτητα στάδια εκπαίδευσης, τη πρωτοβάθμια, τη δευτεροβάθμια. Μετά θα δώσεις τις απαραίτητες εξετάσεις, στις οποίες καλείσαι να αποδείξεις περίτρανα την ικανότητά σου να ανταποκρίνεσαι σε ένα περιβάλλον τυποποιημένων διαδικασιών. Θα αποστηθίσεις ολόκληρα βιβλία γράμμα προς γράμμα, θα μάθεις πολύ συγκεκριμένους τρόπους λογισμού μέσα από ψυχρά μαθηματικά, και φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν θα κλιθείς να εξασκήσεις ή να καλλιεργήσεις τη δημιουργικότητα ή τη κριτική σου σκέψη. Αυτά φυσικά, δεν θα σου χρειαστούν.
Ύστερα, θα ενταχθείς στο Πανεπιστήμιο, στο τελευταίο στάδιο “εκπαίδευσης”. Θα περάσεις απανωτά χρόνια συνεχόμενων εξετάσεων, πάνω στον κλάδο που έχεις επιλέξει και που κατάφερες να εισαχθείς. Θα μάθεις όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις για να ασκήσεις το επάγγελμά σου και ύστερα, θα εισαχθείς στον Επαγγελματικό κλάδο. Αν είσαι τυχερός και ζεις σε εποχές ευμάρειας, θα βρεις μία απλή και σίγουρη δουλειά στο Δημόσιο, που δεν θα κλιθείς ποτέ να σκεφτείς περισσότερο από όσο χρειάζεται. Αν δεν είσαι, κόψε τον λαιμό σου να πετύχεις στον ιδιωτικό τομέα.
Και στην “ψυχαγωγία” φυσικά, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Υπάρχουν οι γνωστοί τιτάνες (Holywood, τηλεόραση, κλαμπ, cosmopolitan) που θα σου παρέχουν όλα όσα χρειάζεται για να διασκεδάζεις (διασκεδάζω στα Αρχαία Ελληνικά σήμαινε διασκορπίζω). Και στο θέμα της μόδας θα υπάρχουν φυσικά τα trends, και στον χώρο της τεχνολογίας, και παντού αλλού.
Τι όμως συμβαίνει αν δεν θες να ακολουθήσεις τον προκαθορισμένο δρόμο; Αν θες να χαράξεις τον δικό σου; Αν θες να είσαι έστω ελάχιστα πρωτότυπος και αυθεντικός;
Τότε, θα κλιθείς να βρεις τον εαυτό σου. Και αυτό φυσικά, θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο.
Αλλά ας δούμε τι έγραψε ο Ντοστογιέφσκι στην εισαγωγή του τρίτου μέρους του “Ηλίθιου”:
Εδώ πια είναι σίγουρο πως η δειλία και η έλλειψη κάθε προσωπικής πρωτοβουλίας λογαριαζόταν παντού, σ’ όλο τον κόσμο κι από αμνημόνευτων χρόνων, σαν το πιο απαραίτητο χάρισμα, σαν τη καλύτερη σύσταση ενός δραστήριου ανθρώπου, δραστήριου και πρακτικού, και τουλάχιστον τα ενενήντα εννιά τοις εκατό των ανθρώπων (για να μην πούμε παραπάνω) είχαν πάντα αυτές τις αντιλήψεις, και μονάχα το ένα εκατοστό είχε και έχει αντίθετη γνώμη.
Οι εφευρέτες και οι μεγαλοφυΐες σχεδόν πάντα στην αρχή του σταδίου τους (πολύ συχνά και στο τέλος) θεωρήθηκαν απ’ την κοινωνία ανάξιοι βλάκες – αυτό πια είναι μια κοινοτοπία και το ξέρουν όλοι. Λόγου χάρη, δεκαετηρίδες ολάκερες κουβαλούσαν όλοι τα χρήματά τους στο ταμιευτήριο και τέλος μαζεύτηκαν δισεκατομμύρια με τόσο τέσσερα τα εκατό΄ όταν έλειψε το ταμιευτήριο και έμειναν όλοι με την προσωπική τους πρωτοβουλία, τότε ήταν πολύ φυσικό ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτά τα εκατομμύρια να χαθεί αναπόφευκτα μέσα στο χρηματιστηριακό πυρετό και στα χέρια των απατεώνων – αυτό μάλιστα απαιτούσε η χρηστότητα και η ευπρέπεια.
Ναι, η χρηστότητα΄ μια κι η χρηστή δειλία κι η καθωσπρέπει έλλειψη πρωτοτυπίας αποτελούσαν ως τώρα στην πατρίδα μας (σύμφωνα με την κοινώς παραδεγμένη αντίληψη) το αναπόσπαστο χαρακτηριστικό ενός δραστήριου και ευυπόληπτου ανθρώπου, θα ‘ταν φυσικά υπερβολικά ανυπόληπτο, θα ‘ταν μάλιστα τρομερά απρεπές να αλλάξει κανείς ξαφνικά τόσο πολύ. Ποια, λόγου χάρη, μητέρα που αγαπάει τρυφερά το παιδί της δεν θα τρομάξει και δε θ’ αρρωστήσει απ’ το φόβο της αν ο γιος της ή η κόρη της ξεστρατίσουν έστω και στο ελάχιστο απ’ την πεπατημένη: “Όχι, ας είναι καλύτερα ευτυχισμένος κι ας ζήσει χαρούμενος τη ζωή του και να του λείπουν οι πρωτοβουλίες” σκέφτεται η κάθε μάνα κουνώντας στην κούνια το μωρό της. Κι οι νταντάδες μας, νανουρίζοντας τα μωρά, από αμνημόνευτα χρόνια, τους ψιλοτραγουδάνε: “Νάνι-νάνι το μικρό μου που θα γίνει στρατηγός και χρυσάφι και ζαφείρια θα του δίνει ο Θεός!”. Ώστε, λοιπόν, ακόμα και οι νταντάδες μας θεωρούν το βαθμό του στρατηγού σαν το ακρότατο όριο της ρωσικής ευτυχίας και -το συμπέρασμα βγαίνει μοναχό του- ο βαθμός αυτός στάθηκε το δημοφιλέστερα εθνικό ιδεώδες της ανώφελης και της θεσπέσιας ευδαιμονίας.
Και πράγματι΄ όταν πετύχαινε δίχως μέσα στις εξετάσεις και υπηρετούσε επί τριάντα πέντε συναπτά έτη, ποιος θα μπορούσε στο τέλος να μη γίνει εδώ στη χώρα μας στρατηγός και να μην έχει αποταμιεύσει ένα ορισμένο ποσό στο ταμιευτήριο; Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Ρώσος, σχεδόν χωρίς καμιά προσπάθεια, κατακτούσε τέλος τον τίτλο του δραστήριο και του πρακτικού ανθρώπου.
“Ουσιαστικά, εδώ στη χώρα μας, μονάχα ένας άνθρωπος πρωτότυπος, μ’ άλλα λόγια ανήσυχος, θα μπορούσε να μη γίνει στρατηγός”.
– Ντοστογιέφσκι
Πηγή: Καμμένα Τετράδια