Ο Φρόυντ στο κείμενο του “Ανάμνηση, Επανάληψη, Επεξεργασία” αναφέρει ότι “Ο αναλυόμενος δεν θυμάται απολύτως τίποτα από όσα έχει λησμονήσει και απωθήσει, αλλά τα πράττει. Δεν τα αναπαράγει ως ανάμνηση αλλά ως πράξη, τα επαναλαμβάνει, δίχως φυσικά να γνωρίζει ότι τα επαναλαμβάνει”. Καταλαβαίνουμε συνεπώς ότι αυτός είναι ο τρόπος του να θυμάται.
Οι ασθενείς, δηλαδή, έχουν επίγνωση του απωθημένου βιώματός τους στη σκέψη τους, από την οποία λείπει όμως η σύνδεση με το σημείο εκείνο όπου έχει διατηρηθεί καθ’οποιοδήποτε τρόπο η απωθημένη ανάμνηση. Καμμιά μεταβολή δεν μπορεί να επέλθει προτού η συνειδητή νοητική διαδικασία διεισδύσει έως το συγκεκριμένο σημείο και υπερβεί τις αντιστάσεις της απώθησης.
Έχουμε μάθει πια ότι η λήθη εντυπώσεων, σκηνών, βιωμάτων ανάγεται σχεδόν πάντα σε έναν “αποκλεισμό” τους. Και αυτή τη λήθη ο ασθενής την αντισταθμίζει με έναν καταναγκασμό επανάληψης της πράξης του απωθημένου βιώματος. Ο ασθενής λοιπόν παραδίδεται στον καταναγκασμό της επανάληψης, και τώρα υποκαθιστά την ώθηση για ανάμνηση, στις προσωπικές του σχέσεις και τις ταυτόχρονες δραστηριότητες της ζωής του. Όσο μεγαλύτερη είναι η αντίσταση για ανάμνηση τόσο ευρύτερα θα υποκαθιστάται η ανάμνηση με πράξη. Ο εν λόγω καταναγκασμός και οι σχέσεις του με τη μεταβίβαση και την αντίσταση παρουσιάζουν μέγαλο ενδιαφέρον για την ίαση των ασθενών και εκεί είναι που πρέπει να εστιάσει ο αναλυτής.
Μάθαμε λοιπόν ότι ο αναλυόμενος επαναλαμβάνει αντί να θυμάται, μπορούμε εν τέλει τώρα να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που επαναλαμβάνει ή πράττει: Επαναλαμβάνει ότι έχει επιβληθεί στη φανερή του προσωπικότητα προερχόμενο από την πηγή του απωθημένου, τις αναστολές και τις άχρηστες στάσεις του, τα παθολογικά γνωρίσματα του χαρακτήρα του. Αυτή η νοσηρή κατάσταση, κομμάτι κομμάτι εισέρχεται στον ορίζοντα και ο ασθενής το βιώνει ως κάτι πραγματικό και ενεστώς, για τον αναλυτή όμως πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο της θεραπευτικής εργασίας η οποία συνίσταται, κατά μεγάλο μέρος, στην αναγωγή στο παρελθόν.
ΑΓ