Ο Freud, επηρεασμένος από τον Charcot, αναγνώρισε στα υστερικά τραύματα ένα κρυφό ψυχικό νόημα. Προκειμένου να αναλύσει την αιτιακή σχέση μεταξύ του βιώματος, τραύματος, αποστροφής και υστερίας ανέπτυξε αρχικώς την «Θεωρία της Αποπλάνησης». Σύμφωνα με αυτή μια πρώιμη (προ-εφηβική) σεξουαλική εμπειρία που ξάφνιασε το παιδί στο μέτρο που δεν το επιθυμούσε και δεν το περίμενε, του δημιούργησε ένα ψυχικό τραύμα. Στον πυρήνα αυτής της θεωρίας υπάρχει μια πράξη οργανωμένη γύρω από τη φυσική και ψυχολογική βία η οποία βρίσκεται στην καρδιά της σχέσης μεταξύ δήμιου και θύματος, κυρίαρχου και κυριαρχημένου.
Κατά τη «Θεωρία της Αποπλάνησης», για τη δημιουργία του τραύματος προυποθέτονται δύο ειδών γεγονότα: Η «σκηνή» της αποπλάνησης και ένα «σύγχρονο» γεγονός που θα αναμοχλεύσει το πρώτο.
1ο Γεγονός: Το παιδί υφίσταται μια απόπειρα σεξουαλικής αποπλάνησης χωρίς όμως αυτό να του γεννά σεξουαλική διέγερση. Το συμβάν αυτό αφήνει κάποιο ψυχικό κατάλοιπο χωρίς όμως να νοηματοδοτείται. Δηλαδή το συμβάν αυτό καθαυτό δεν είναι παθογόνο.
2ο Γεγονός: Κατά την εφηβεία ή μετά από αυτήν έρχεται ένα σύγχρονο γεγονός φαινομενικά ανώδυνο το οποίο όμως συνειρμικά θυμίζει το πρώτο και ας μην είναι ακριβώς το ίδιο. Είναι αυτό το δεύτερο γεγονός που θα αναμοχλεύσει το πρώτο έτσι ώστε τότε αναδρομικά, το πρώτο (παλαιό) συμβάν καθίσταται τραυματικό.
Μια πληθώρα σεξουαλικών διεγέρσεων κατακλύζει τις άμυνες του Εγώ και τότε είναι που απωθείται η πρώτη εμπειρία. H πρώτη εμπειρία τώρα, εκ των υστέρων, σεξουαλικοποιείται, οπότε και λογοκρίνεται από το ΕΓΩ και απωθείται.
Τραυματική είναι λοιπόν η ανάμνηση και όχι το ίδιο το συμβάν. Η ανάμνηση είναι που παράγει παθογόνο αποτέλεσμα.
Το 1897 ο Freud εγκατέλειψε τη θεωρία της αποπλάνησης ως αιτία της υστερίας καθώς ανακάλυψε πως το παιδί έχει σεξουαλικότητα, και συγκεκριμένα αιμομικτικές επιθυμίες. Αυτό συνέβη όταν αντιλήφθηκε ότι πολλές από τις σκηνές τις οποίες αφηγούνταν οι υστερικές ασθενείς του δεν ήταν πραγματικές αλλά φανταστικές και αφορούσαν στις αιμομικτικές τους επιθυμίες. Οι σκηνές αποπλάνησης δεν είχαν λάβει χώρα αλλά οι ασθενείς τις αφηγούνταν ως εάν να είχαν πραγματοποιηθεί επειδή εύχονταν να είχαν συμβεί. Έτσι κατανόησε τη σημασία των αιμομικτικών επιθυμιών στους υστερικούς ασθενείς.
Διατύπωσε τότε τη θεωρία της φαντασίωσης για να εξηγήσει την υστερική νεύρωση και αναγνώρισε ως αιτία της υστερίας τη σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία και την απαγόρευσή της: δεν είναι ότι το τραυματικό γεγονός, η αποπλάνηση, έλαβε χώρα κατ’ ανάγκην επί του πραγματικού, αλλά επιτελέστηκε φαντασιακά, επειδή το παιδί το επιθυμούσε, στη σφαίρα της ψυχικής του πραγματικότητας.
Οι σκηνές αποπλάνησης των ασθενών του δεν είχαν λάβει χώρα επί του πραγματικού αλλά επί του φαντασιακού, εντός της ψυχικής τους πραγματικότητας. Έτσι, βεβαίως, όλοι οι πατέρες ή οι αδερφοί δεν ασελγούν επί των θυγατέρων τους και των αδερφών τους, εντούτοις ο ασθενής δεν «ψεύδεται» , όταν αυτοπαρουσιάζεται ως θύμα αποπλάνησης στο μέτρο που αυτή συνδέεται με την ύπαρξη μιας φαντασίας: της «λαχτάρας» να είναι το αντικείμενο προς το οποίο στρέφεται η σεξουαλική επιθυμία του πατέρα ή κάποιου άλλου συγγενή.
Ο Freud ονόμασε «πρώτον ψεύδος» το γεγονός ότι πολλές από τις σκηνές οι οποίες αφηγούνταν οι υστερικές ασθενείς του δεν ήταν αληθινές, αλλά φανταστικές , είχαν λάβει χώρα στη φαντασία τους με κίνητρο την επιθυμία σεξουαλικής συνεύρεσης με το αιμομικτικό αντικείμενο.
ΑΓ