Μέσα στη πληθώρα απόψεων, αναρτήσεων και αρθρών που ειπώθηκαν και δημοσιεύτηκαν με αφορμή τις διαπραγματεύσεις για το φλέγον ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, το κείμενο του Χρήστου Γιανναρά στην “Καθημερινή” αρκεί για να περιγράψει επαρκώς την κατάσταση και τα δυναμικά της.
Παραθέτω κομμάτι από το κείμενο: “Οι μεν διεκδικούν μια ταυτότητα που, αν και πλαστογραφημένη και ανυπόστατη, τους προσδίδει αυτοεκτίμηση και καύχηση. Οι δε, υπερασπίζουν μιαν εξαιρετικά τιμητική, γνήσια ιστορική ταυτότητα, άσχετη όμως με τη ζωή τους, στην οποία ζωή τους ό,τι τιτλοφορείται «ελληνικό» είναι ή ρητορική παρελθοντολογία ριζικά αποκομμένη από το σήμερα ή επικαιρική πραγματικότητα ντροπής και αηδίας.”
Η εν λόγω περιγραφή με βρίσκει πλήρως σύμφωνο, καθώς κατά την άποψη μου περικλείει την ουσία του ζητήματος. Η συνεχής αναφορά του Νεοέλληνα στην ένδοξη ιστορία του δεν συμβάλει, δηλαδή, μόνο στην υπερασπιστική γραμμή του για τη διαφωνία του σε σχέση με την ένταξη του όρου Μακεδονία στην σύνθετη ονομασία των Σκοπίων, αλλά αποτελεί και την ύστατη προσπάθεια του για την στήριξη της υπόληψής του.
Ναι, αλλά αυτή η προσέγγιση του Νεοέλληνα στην ιστορία του ως μνημειώδης πνευματική κληρονομιά, συμβάλει άραγε στον αυθεντικό ιστορισμό του; Κατά την άποψη μου, μάλλον όχι. Και αυτό γιατί το να κληρονομείς μια πάραδοση δεν είναι το ίδιο με το να την τιμάς. Μάλλον είναι το αντίθετο. Έρχεται στην κατοχή σου μια κληρονομιά όταν την αναλαμβάνεις και όταν της δίνεις ένα καινούριο άνοιγμα προς το μέλλον, όχι όταν οχυρώνεσαι πίσω από αυτήν και παίρνεις κατευθύνσεις από το παρελθόν της. Αν επιθυμούμε η ύπαρξή μας να ριζώσει πραγματικά στην παράδοση, πρέπει να κοιτάμε μπροστά και όχι πίσω.
Όπως υποστηρίζει ο Χάιντεγκερ, το αυθεντικό φιλοσοφείν δεν μας ζητά να έχουμε αποτινάξει την παράδοση, αλλά περισσότερο να την έχουμε κάνει αυθεντικά δική μας και να την έχουμε οικειοποιηθεί πρωταρχικώς.
Ο ιστορισμός του Νεοέλληνα προσδίδει μια λανθασμένη αντικειμενικότητα στην ιστορία του. Και αυτό γιατί επιμένει στο να τεμαχίζει το ιστορικό αρχείο σε ξεχωριστές εποχές, απομονώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο, εμπειρίες μέσα σε κλειστά χρονικά κελιά, σαν η σημασία τους να αποτελούσε θέμα μόνο για την εποχή τους.
Ο Νεοέλληνας ανακάλυψε στον ιστορισμό έναν μηχανισμό για να αποφύγει την αυθεντική ιστορικότητα. Δεν μπορεί να επαναλάβει αυτό που έχει γίνει. Χαμένος στην ανάδειξη του παρόντος του σήμερα, αντιλαμβάνεται το παρελθόν μέσα στα πλαίσια του παρόντος. Και όταν η ύπαρξη είναι μη αυθεντικά ιστορική, βαρύνεται από την κληρονομιά ενός παρελθόντος το οποίο έχει καταντήσει μη αναγνωρίσιμο και αναζητά το μοντέρνο.
Ο Νεοέλληνας υποβαθμίζει την ιστορία του σε απλό χρονικό ενός εσώτερου παρελθόντος. Σε μια αποκαλυπτική αλληλουχία ξεκάθαρων πραγματικοτήτων που έχουν πια τελειώσει οριστικά.
Αυτό που πρέπει να κάνει, για να προσεγγίσει την αυθεντική ιστορία του, είναι να κρατήσει τις πεπερασμένες εμπειρίες του ανοιχτές στο μέλλον. Η μηχανή της ιστορίας, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, δεν είναι η “πελώρια δύναμη του αρνητικού” αλλά η “σιωπηλή δύναμη του πιθανού”.
ΑΓ