Άγχος Συνείδησης

Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή. Το Υπερεγώ δημιουργείται μέσω μιας ταύτισης με το πατρικό πρότυπο. Κάθε τέτοια ταύτιση έχει το χαρακτήρα αποσεξουαλικοποίησης ή και μετουσίωσης. Τα ερωτικά συστατικά μετά τη μετουσίωση δεν έχουν πλέον τη δύναμη να δεσμεύσουν ολόκληρη τη καταστροφικότητα που προστέθηκε και αυτή ελευθερώνεται ως τάση για καταστροφή και επιθετικότητα. Έτσι το Υπερεγώ (Ιδανικό) λαμβάνει το σκληρό του χαρακτήρα, το επιτακτικό του πρέπει.

Το Εγώ βρίσκεται κάτω από τριπλή δουλεία και υποφέρει από κινδύνους που προέρχονται από τριών ειδών απειλές: Απειλές από τον εξωτερικό κόσμο, από τη λίμπιντο του Αυτό και από την αυστηρότητα του Υπερεγώ. Τρία είδη άγχους αντιστοιχούν σε αυτούς τους τρεις κινδύνους, διότι το άγχος είναι η έκφραση μίας οπισθοχώρησης μπροστά στον κίνδυνο. Το Εγώ είναι η ουσιαστική θέση του άγχους. Απειλημένο από τους τρεις κινδύνους, το Εγώ αναπτύσει το αντανακλαστικό της φυγής, αποσείροντας την επένδυσή του από την απειλητική αντίληψη ή την εξίσου απειλητική διεργασία στο Αυτό βγάζοντάς την ως άγχος. Αργότερα αυτή η πρωτόγονη αντίδραση θα αντικατασταθεί από την εισαγωγή προστατευτικών επενδύσεων (μηχανισμός φοβίων).

Από τα τρία είδη απειλών αυτό που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον είναι το αίσθημα απειλής από το Υπερεγώ, γνωστό και ως άγχος συνείδησης. Από την ανώτερη ουσία που έγινε Ιδανικό του Εγώ, το πατρικό πρότυπο, υπήρχε κάποτε η απειλή του ευνοχισμού και αυτό το άγχος ευνουχισμού είναι που μετατράπηκε αργότερα σε άγχος συνείδησης.

Όσον αφορά το άγχος θανάτου, σύμφωνα με τον Φρόυντ, υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ αυτού και του άγχους ενώπιον του αντικειμένου (πραγματικότητας) και του νευρωτικού άγχους της λίμπιντο. Αποτέλει πρόβλημα για τη ψυχανάλυση η προσέγγιση του θανάτου καθώς πρόκειται περί μιας αφηρημένης έννοιας με αρνητικό περιέχομενο για την οποία δύσκολα εντοπίζεται ασυνείδητη αντιστοιχία. Ενδεχομένως το άγχος θανάτου να ενεργοποιείται μετά τη εγκατάλειψη της ναρκισσιστικής λιμπιντικής επένδυσης από το Εγώ,  δηλαδή παραίτηση από τον ίδιο του τον εαυτό.

Ως κανόνα κρατάμε ότι το άγχος θανάτου αναδύεται είτε ως αντίδραση μπροστά σε έναν εξωτερικό κίνδυνο είτε ως εσωτερική διαδικασία π.χ. κατά τη μελαγχολία. Η δεύτερη περίπτωση δικαιολογείται επαρκώς με την εξής ανάλυση: Το Εγώ παραιτείται από τον εαυτό του διότι αισθάνεται μισητό από το Υπερεγώ (Ιδανικό/Ηθικό). Αισθάνεται να το καταδιώκει και όχι να το αγαπά.

Η ζωή είναι λοιπόν για το Εγώ συνώνυμο της είσπραξης αγάπης, της είσπραξης αγάπης του Υπερεγώ, που όπως σημιώσαμε αντικαταστεί το πατρικό πρότυπο, αργότερα την πρόνοια ή το πεπρωμένο. Η μεγάλη σημασία του αισθήματος ενοχής για τις νευρώσεις καθιστά πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το κοινό νευρωτικό άγχος βιώνει μια ενδυνάμωση από την ανάπτυξη άγχους ανάμεσα στο Εγώ και το Υπερεγώ. Το Αυτό, στο οποίο στρεφόμαστε και πάλι στο τέλος δεν έχει κανένα μέσο να δείξει αγάπη ή μίσος στο Εγώ. Ο έρωτας και η ενόρμηση του θανάτου είναι ανακατεμένα μέσα του. Ίσως το Αυτό να βρίσκεται υπό την κυριαρχία των βουβών αλλά ισχυρών ενορμήσεων θανάτου και ο έρωτας να είναι ο τρόπος του να τις κατευνάσει.

ΑΓ

 

Υλικό από “Το Εγώ και το Αυτό” του Sigmund Freud

Leave a comment