Το “μακεδονικό ζήτημα” φλόγιζε τα πάθη, δηλητηρίαζε τις σχέσεις μεταξύ των αμέσως ενδιαφερομένων χωρών, και στις αρχές του (20ού) αιώνος απασχολούσε πολύ σοβαρά τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο αγώνας διετήρησε την έντασή του σχεδόν ως τους Βαλκανικούς πολέμους. Οι πόλεμοι αυτοί (1912-1913) άλλαξαν τελείως την όψη και εν πολλοίς τη βάση του όλου ζητήματος. Η Μακεδονία, η οποία υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αναγκαστικά μια διοικητική ενότητα, τριχοτομήθηκε. Η Ελλάς και η Σερβία γίνονταν κυρίαρχες των μεγαλυτέρων και ευφορωτέρων περιοχών της. Και αν η εθνολογική κατάσταση δεν άλλαζε πολύ (πλήθος Ελλήνων εγκατέλειψαν τότε τη Βουλγαρία), η Διοίκηση άλλαζε απολύτως.
Μια εντελώς νέα κατάσταση άρχισε να δημιουργήται στη Μακεδονία. Αλλά η πραγματική ριζική αλλαγή επήλθε μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν διεθνείς συνθήκες επέβαλαν κάτι πρωτοφανές στην Ιστορία: την υποχρεωτική ανταλλαγή -εκτός ολίγων εξαιρέσεων- των μειονοτήτων. Αυτό σήμαινε ότι κατηργείτο το εθνολογικό κράμα της Μακεδονίας. Η εγκατάσταση στη Μακεδονία πολλών εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, βοήθησε ώστε να εποικισθή το ελληνικό τμήμα από ομοιογενή πληθυσμό.
Οι στατιστικές που έγιναν εκείνη την εποχή από την Κοινωνία των Εθνών βεβαιώνουν ότι η μητρική γλώσσα για τα 93% του πληθυσμού της Μακεδονίας ήταν η ελληνική. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθή ότι πάρα πολλοί κάτοικοι, περιλαμβανόμενοι στα υπόλοιπα επτά εκατοστά, μιλούσαν διάφορες τοπικές διαλέκτους σλαβικής προελεύσεως, αλλά ήταν δίγλωσσοι. Οι περισσότεροι από αυτούς, για λόγους θρησκευτικούς, παραδόσεως και περιβάλλοντος, είχαν κατά πλειοψηφία συνείδηση ελληνική. Αυτή λοιπόν τη χώρα, την καθιερωμένη ως ελληνική στη λαϊκή φαντασία από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του σημαιοφόρου του Ελληνισμού ίσαμε τις Ινδίες· αυτή τη χώρα την τόσο αιματοβαμμένη και επιτέλους ελευθερωμένη· αυτή τη χώρα που τώρα ήταν το κυριότερο καταφύγιο των προσφύγων, ο πρώτος σιτοβολών της Ελλάδος, και, από απόψεως πληθυσμού, πιο ελληνική παρά ποτέ· αυτή τη χώρα, το Κ.Κ.Ε. έπαιρνε την εντολήνα τη διεκδικήση από την Ελλάδα, για να γίνη ένα ανεξάρτητο κράτος που θα ήταν δορυφόρος της Βουλγαρίας.
Αυτό είχε για πολύ καιρό βαθειά επιρροή και στην πορεία του Κ.Κ.Ε., και στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδος, Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας.Το όλο ζήτημα γεννήθηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 1921 και κατά ανεπίσημο μάλλον τρόπο. Ο Αρχηγός της Βουλγαρικής Αντιπροσωπείας στο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς, που έγινε στη Μόσχα, ο Κολάρωφ, μίλησε γι’ αυτό στον Αρχηγό της Ελληνικής Αντιπροσωπείας, που ήταν ένας νέος δικηγόρος, ο Γεωργιάδης, ο οποίος ως τότε είχε υποστηρίξει με ζήλο την απόλυτη πειθαρχία στην Κομιντέρν. Ο γράφων αυτές τις γραμμές είχε την ευκαιρία να τον γνωρίση αργότερα και έτσι γνωρίζει τις λεπτομέρειες από πρώτη πηγή.
Η επιχειρηματολογία του Κολάρωφ ήταν η ακόλουθη: αν υποστηριζόταν η δημιουργία μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας, το Κ.Κ. Βουλγαρίας, που ήταν μάλλον αναιμικό, θα γινόταν ξαφνικά σημαντικό και θα κέρδιζε τις ψήφους των Μακεδόνων της Βουλγαρίας, που είχαν καταφύγει εκεί πρόσφυγες. Από το άλλο μέρος, το Κ.Κ.Ε., αραιά στελεχωμένο σ’ αυτή την κατ’ εξοχήν αγροτική περιοχή, θα κέρδιζε τις ψήφους των μειονοτήτων και όλων εκείνων που προτιμούσαν μια ανεξάρτητη Μακεδονία. Τέλος, αν ήταν δυνατό να δημιουργηθή η ανεξάρτητη Μακεδονία, ο κομμουνισμός θα ενέγραφε από τότε μια πρώτη υποθήκη γι’ αυτό το νέο κράτος. Ο Γεωργιάδης απήντησε με αοριστολογίες, αλλά μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα αντετάχθη ζωηρά σ’ αυτή την ιδέα και μετεπήδησε στο στρατόπεδο των “μη κονφορμιστών”, για να το εγκαταλείψη και αυτό όταν, έπειτα από μικρό χρονικό διάστημα, τον έδιωξαν από το Κόμμα…Η βουλγαρική θέση, μολονότι ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα και τις πεποιθήσεις των Κ.Κ. Ελλάδος και Σερβίας, ανεφέρθη και πάλι και υπεστηρίχθη επισήμως τον επόμενο χρόνο στη Σόφια, μέσα στους κόλπους της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Η Ελληνική Αντιπροσωπεία αντετάχθη και πάλι, επικαλούμενη το γεγονός ότι η πρόταση αυτήδημιουργούσε επικίνδυνα προβλήματα και υιοθετούσε τη “σωβινιστική” πολιτική της βουλγαρικής αστικής τάξεως. Μόλις όμως ο Αρχηγός της Ελληνικής Αντιπροσωπείας, Πετσόπουλος, επέστρεψε στην Αθήνα, κατηγορήθηκε ο ίδιος από το Κόμμα για μείγμα “σωβινισμού” και “διασπαστικού κομμουνισμού”, και τελικά διεγράφη από τον κατάλογο των στελεχών…Το Κ.Κ.Ε. φαινόταν να παραπαίη. Αυτό συνέβαινε γιατί πολλοί ηγέτες του δεν είχαν καταλάβει ότι η πολιτική του Κ.Κ.Βουλγαρίας ήταν κατά βάθος η πολιτική της Κομιντέρν.
Η αβεβαιότης δεν μπορούσε να διαρκέση: αν το όλο ζήτημα είχε αίσιο τέλος, θα βοηθούσε πολύ την εξάπλωση του Κομμουνισμού στη Βαλκανική Χερσόνησο. Γι’ αυτό, στα τέλη του 1923, στη Μόσχα, η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν και η Εκτελεστική Επιτροπή της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας ψήφισαν απόφαση κατά την οποία το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας ήταν “ζήτημα αρχής”. Αυτό σήμαινε ότι όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα ήταν υποχρεωμένα να ακολουθήσουν τη γραμμή που είχε χαραχθή. Οι αντιπρόσωποι της Γιουγκοσλαβίας αντετάχθησαν και αρνήθηκαν να αποδεχθούν την απόφαση. Αντιθέτως, ο Αρχηγός της Ελληνικής Αντιπροσωπείας -απρόβλεπτη αλλαγή πορείας- την απεδέχθη, χωρίς φαίνεται να έχη εξουσιοδοτηθή γι’ αυτό από το Κόμμα του. Το τελευταίο αυτό προκύπτει ιδίως από το ότι μόλις επέστρεψε στην Αθήνα η θέση του έγινε τόσο λεπτή ώστε έσπευσε να εξαφανισθή κάπου στην Αμερική. Εξηφανίσθη μάλιστα αποκαλύπτοντας την ισχύ των πεποιθήσεών του επί του θέματος της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας με τρόπο που ήταν μεν χρήσιμος γι’ αυτόν άλλα όχι και ιδιαιτέρως κομψός και πρωτότυπος: πήρε μαζί του ολόκληρο το ταμείο του μικρού Κόμματος. Στο μεταξύ, το Κόμμα ακολουθούσε την τακτική των υπεκφυγών και διεβίβαζε στη Μόσχας υγκεχυμένες απόψεις. Δεν τολμούσε να λάβη σαφή θέση. Του ήταν άλλωστε αδύνατο να το κάμη, γιατί και σ’ αυτήν ακόμη την τριανδρία που βρισκόταν τότε (1924) επικεφαλής του Κόμματος, μόνο ένας, ο Μάξιμος, ήταν υπέρ της πλήρους πειθαρχίας στις αποφάσεις της Διεθνούς.
Ζητήθηκε τότε από το Κ.Κ.Ε. να αποστείλη αντιπροσώπους στη Μόσχα, για να λάβουν μέρος στο Πέμπτο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομιντέρν, και άφηναν σαφώς να γίνη αντιληπτό ότι θα συζητούσαν το “ζήτημα”. Στο Συνέδριο, ο Αρχηγός της Ελληνικής Αντιπροσωπείας, που δεν ήταν άλλος από τον πιστό “κονφορμιστή” Μάξιμο, που ανεφέρθη, αντετάχθη με πολύ θάρρος σε όσους υπεστήριξαν την ανεξαρτησία της Μακεδονίας. Η συζήτηση πήρε σκληρή μορφή. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Γιουγκοσλάβοι κατηγορήθησαν δριμύτατα από έναν από τους πρώτους Σοβιετικούς αντιπροσώπους, αλλά ο Μάξιμος αντέκρουσε την επιχειρηματολογία του. Το κύριο επιχείρημά του ήταν ότι στη Μακεδονία είχαν μόλις εγκατασταθή επτακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ότι αυτό κανείς δεν μπορούσε να το αρνηθή, ότι το γεγονός αυτό είχε αλλάξει την εθνολογική σύνθεση της περιοχής, και ότι εμπόδιζε “τους Έλληνες εργάτες και αγρότες να αποδεχθούν την πολιτική της αυτονομίας της Μακεδονίας”. Αμέσως όμως μετά από αυτή τη θεμελίωση της αρνήσεως, άγνωστο κάτω από ποιες πιέσεις ή απειλές, η Ελληνική Αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Αρχηγό της, απεδέχθη όσα είχαν υποστηρίξει οι Σοβιετικοί και οι Βούλγαροι… Απεδέχθη μάλιστα πολύ περισσότερα, γιατί η απόφαση του Πέμπτου Παγκοσμίου Συνεδρίου επέβαλε “μια ενότητα εργασίας για το ζήτημα της Μακεδονίας και της Θράκης”.
Περί τα τέλη του ίδιου χρόνου και κατά τη διάρκεια ενός εκτάκτου Συνεδρίου, το Κ.Κ.Ε., αγνοώντας τη γνώμη των πιο σημαντικών μελών του, απεφάσιζε σχεδόν ομόφωνα ότι: “Όσο διαρκούν η διαίρεση και η καταπίεση της Μακεδονίας και της Θράκης, αδυνατούμε να αποφύγουμε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Γι’ αυτό και αγωνιζόμαστε για την ενοποίηση και την ανεξαρτησία των τριών τμημάτων της Μακεδονίας και της Θράκης”. Το Κ.Κ.Ε. δεσμευόταν σαφώς και οριστικώς: η απόφαση ήταν υποχρεωτική και καμιά διαφωνία δεν επιτρεπόταν. Από πλευράς πίστεως στην “Πατρίδα του Σοσιαλισμού”, αυτό ήταν τέλειο. Από πλευράς αρχών, ήταν αλλόκοτο και παράλογο. Από πλευράς προόδου του μαρξιστικού κινήματος στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, ήταν πραγματική παραφροσύνη. Παρ’ όλα αυτά, το Κ.Κ.Ε. παρέμεινε πιστό στις κατευθύνσεις που είχαν χαραχθή στη Μόσχα. Έκαμε μια μόνο παραχώρηση, και αυτήν προσωρινά· αντιλαμβανόμενο ότι είχε πιθανότητες να εκλέξη λίγους βουλευτάς στις εκλογές του 1926, δεν περιέλαβε το ζήτημα στο προεκλογικό του πρόγραμμα. Απλώς το αγνόησε. Αυτό όμως κανέναν δεν μπορούσε να παραπλανήση. Οι επίσημες αποφάσεις υπήρχαν, η φρασεολογία τους ήταν απολύτως σαφής, και δεν είχαν ποτέ ανακληθή ή έστω αλλοιωθή.
Ο μαρξισμός-λενινισμός, που δεν κατόρθωνε καν να ριζώση στον τόπο, φαινόταν τώρα βεβαρημένος με μια εθνική προδοσία, που γινόταν περισσότερο απεχθής από το γεγονός ότι σκοπός της ήταν να αποσπάση από τη Χώρα δύο από τις πλουσιότερες περιοχές της. Η αντίδραση υπήρξε έντονη σε όλες τις τάξεις του πληθυσμού. Οι ασκούντες την εξουσία έλαβαν κάθε φύσεως μέτρα, μεταξύ των οποίων και την άσκηση ποινικής διώξεως για εσχάτη προδοσία. Οι πιο γνωστοί κομμουνισταί (Ζαχαριάδης, Μάξιμος, Πουλιόπουλος καιάλλοι) παρεπέμφθησαν στα δικαστήρια και κατεδικάσθη σαν, αν και, πρέπει να σημειωθή, οι ποινές που τους επεβλήθησαν ήταν μάλλον ελαφρές. Όλα αυτά, που αναφέρονται εδώ πολύ περιληπτικά, δεν επηρέασαν την επίμονη πολιτικήτου Κ.Κ.Ε. για το Μακεδονικό.
Αντιθέτως, μετά τη συντριβή του στις εκλογές του 1928, το Κόμμα, μην έχοντας άλλωστε πλέον τίποτε να χάση και υπό την ηγεσία του Ζαχαριάδη,έλαβε ακόμη τολμηρότερες θέσεις. Τον Δεκέμβριο του 1931, το Κόμμα έλαβε επί του “ζητήματος” την πιο σκληρή απόφαση. Η απόφαση ενεκρίθη ομοφώνως από την Κεντρική Επιτροπή και με αυτήν το Κόμμα διεκήρυξετα ακόλουθα:
“Η Ελλάδα είναι μια χώρα “ιμπεριαλιστική” που κατέκτησε δια της βίας ολόκληρες περιοχές κατοικημένες από άλλες εθνότητες. Εν ονόματι των πιο βασικών αρχών τουμπολσεβικισμού, το Κ.Κ.Ε. διακηρύσσει για τη Μακεδονία και τη Θράκη την αρχή της αυτοδιάθεσης μέχρι και του δικαιώματος της αποχώρησης από το Ελληνικό Κράτος και υποστηρίζει ενεργά τις επαναστατικές προσπάθειες των πληθυσμών των περιοχών αυτών για την εθνική τους απελευθέρωση”.
Το 1934 το Κόμμα επανήλθε στο ίδιο θέμα κατά τρόπο ακόμη επισημότερο. Πράγματι, τοΠέμπτο Συνέδριο του Κ.Κ.Ε. έλαβε σχετικώς μια απόφαση που άρχιζε με τη δήλωση ότι υιοθετείται από το Κόμμα:
“Η υποστήριξη και ενίσχυση των εθνικοεπαναστατικών οργανώσεων των εθνικών μειονοτήτων και η στερέωση των δικών του οργανωτικών θέσεων μέσα σ’ αυτές, δίπλα στην καθημερινή του πάλη για όλα τα ζητήματα, και τα πιο ελάχιστα, των εθνικών μειονοτήτων, που παλεύουν ενάντια στην εθνική, οικονομική και κοινωνική καταπίεση της αστικοτσιφλικάδικης Ελλάδας και η αναγνώριση στις μειονότητες αυτές του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης μέχρι και του κρατικού αποχωρισμού”.
Τα καίρια σημεία αυτών των κειμένων αναδημοσιεύονται εδώ για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτον, γιατί αργότερα, σε ορισμένες ειδικές περιστάσεις, έγινε προσπάθεια να αμφισβητηθή η ύπαρξή τους. Χρήσιμο λοιπόν είναι να επιβεβαιωθή η αυθεντικό της τους και να λεχθή ότι βρίσκονται στα επίσημα δημοσιεύματα του Κ.Κ.Ε., από όπου και αναδημοσιεύονται επί λέξει. Δεύτερον, γιατί εξηγούν εν πολλοίς τη βαθειά και διαρκή λαϊκή αντίδραση εναντίον του Κ.Κ.Ε. Τρίτον, γιατί αποδεικνύουν την ολοκληρωτική υποταγή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος στις κατευθύνσεις που προήρχοντο από το εξωτερικό. Ίσως τεθή η ερώτηση: γιατί η Κομιντέρν καθόριζε αυτές τις κατευθύνσεις τις τόσο ολέθριες για το Κ.Κ.Ε.; Μια σχετικώς πλήρης απάντηση θα εκάλυπτε πολύ χώρο. Ας αρκεσθούμε λοιπόν να επισημάνουμε τα βασικά αίτια που επηρέαζαν τους κατευθύνοντες το κομμουνιστικό κίνημα μέσα στα διεθνή πλαίσιά του.
Κατά τη γνώμη μας, ήταν τα εξής: Η παρεχομένη βοήθεια στο Κ.Κ. Βουλγαρίας. Η ελπίδα να παρασυρθούν από την κομμουνιστική ιδεολογία ορισμένες μειονότητες της Βορείου Ελλάδος και της Νοτίου Σερβίας, για τις οποίες πίστευαν καλόπιστα ότι ζωηρά επιθυμούσαν την ίδρυση μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας. Η διατήρηση ανοικτού ενός ζητήματος που αναμόχλευε τις εχθρότητες μεταξύ τριών μικρών χωρών και μπορούσε να δημιουργήση έναν τοπικό “ιμπεριαλιστικό” πόλεμο, πάντοτε χρήσιμο στο κίνημα. Η ελπίδα ότι, με μια διαφορετική ερμηνεία της προσπάθειας, οι εθνικιστικές βουλγαρικές οργανώσεις θα βοηθούσαν τη δημιουργία του νέου κράτους. Τέλος, η ελπίδα ότι το νέο κράτος, μετά τη δημιουργία του, θα το υιοθετούσε ο διεθνής κομμουνισμός, και θα ήταν πολύ χρήσιμο, γιατί θα βρισκόταν στη μέση μικρών χωρών με εδραιωμένες εθνικιστικές πεποιθήσεις. Με αυτές τις προϋποθέσεις, το παιχνίδι άξιζε τον κόπο και τις θυσίες που θα υφίστατο ενδεχομένως το Κ.Κ.Ε.
Ήρθε όμως η μέρα που η Κομιντέρν αντελήφθη ότι είχε πάρει στραβό δρόμο. Τα χρόνια περνούσαν, και κανένα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα δεν είχε επιτευχθή. Επιπλέον, ένα εντελώς απρόβλεπτο και σοβαρότατο θέμα είχε εγερθή και στις τρεις βαλκανικές χώρες: και αυτοί ακόμη οι πιο προοδευτικοί σοσιαλισταί δεν τολμούσαν να συνεργασθούν με τα Κομμουνιστικά Κόμματα, που τα θεωρούσαν κόμματα προδοσίας και διαμελισμού της Πατρίδος. Αυτό ήταν τότε ιδιαιτέρως δυσάρεστο, γιατί είχε αρχίσει η εποχή των λαϊκών μετώπων, που τα θεωρούσαν αρίστους Δουρείους Ίππους, προσαρμοζόμενους κάθε φορά στις συνθήκες κάθε χώρας. Έτσι, η αποτυχία της προσπάθειας να αποσχισθή η Μακεδονία έγινε φανερή από πολλές πλευρές. Και γι’ αυτό, απλούστατα, η όλη υπόθεση λησμονήθηκε.Είχε διατηρηθή ζωντανή δεκατέσσερα χρόνια, από το 1921 έως το 1935. Την ανέστησαν και την επεκαλέσθησαν και πάλι -σύμπτωση!- δεκατέσσερα χρόνια αργότερα.Τη λησμόνησαν μετά την πρώτη περίοδο, για να αποκτήσουν μια μικρή εκλογική επιτυχία. Τη θυμήθηκαν μετά τη δεύτερη περίοδο, για να αποφύγουν μια τρομακτική καταστροφή: την καταστροφή του συμμοριτοπολέμου, ο οποίος άρχισε το 1946. Πράγματι, η αποσχιστική πολιτική εγκατελείφθη τον Απρίλιο του 1935 με μια απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής του Κόμματος, η οποία υιοθέτησε για όλη την περιοχή την “αρχήτης απόλυτης ισότητας των μειονοτήτων”. Επρόκειτο για μια εντελώς άλλη γραμμή. Από μια γενικότερη σκοπιά, η εκπληκτική αυτή μεταστροφή δείχνει πόσο ο κομμουνιστικός κόσμος προσαρμόζει την πολιτική του στις περιστάσεις, και πως δεν ενοχλείται πολύ απόκρίσεις συνειδήσεως. Γιατί ας μη λησμονούμε ότι η σταδιοδρομία πολλών από τους πρώτους και δυναμικούς ιδρυτάς του Κόμματος είχε καταστραφή μόνο και μόνο επειδήείχαν τολμήσει να συζητήσουν τις κατευθύνσεις που τότε επεβάλλοντο εκ των άνω καιτώρα εγκατελείποντο… Αλλά ανεξάρτητα από τη γραμμή της Κομιντέρν, το Κ.Κ.Ε. είχε και ειδικούς τοπικούς λόγους να θέλη να προσαρμοσθή στις περιστάσεις.
Απόσπασμα απο το βιβλίο “ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ” του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα